- επαναφορά
- η1) приведение обратно; 2) повторная постановка (вопроса); 3) восстановление (уволенного; порядка и т. п.); 4) тех отпуск (стали и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐπαναφορά — ἐπαναφορά̱ , ἐπαναφορά referring fem nom/voc/acc dual ἐπαναφορά̱ , ἐπαναφορά referring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορᾷ — ἐπαναφορά referring fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαναφορά — η (AM ἐπαναφορά) [επαναφέρω] νεοελλ. 1. επιστροφή, αποκατάσταση στην προηγούμενη θέση, υπηρεσία ή κατάσταση («επαναφορά τού φόρου») 2. (μεταλλοτεχν.) η θερμική κατεργασία ενός βαμμένου μετάλλου με ομοιόμορφη θερμοκρασία, κατώτερη από τη… … Dictionary of Greek
επαναφορά — η 1. η επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση, η αποκατάσταση: Η επαναφορά των υπαλλήλων που απολύθηκαν. 2. σχήμα λόγου στο οποίο επαναφέρουμε, δηλ. επαναλαμβάνουμε την ίδια λέξη ή φράση στην αρχή αλλεπάλληλων προτάσεων, η επανάληψη, η αναφορά:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαναφοράν — ἐπαναφορά̱ν , ἐπαναφορά referring fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφοράς — ἐπαναφορά̱ς , ἐπαναφορά referring fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφοραῖς — ἐπαναφορά referring fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφοραί — ἐπαναφορά referring fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορᾶς — ἐπαναφορά referring fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορῇ — ἐπαναφορά referring fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαναφορῶν — ἐπαναφορά referring fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)